Λένινγκραντ

Λένινγκραντ
το г. Ленинград

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Λένινγκραντ" в других словарях:

  • Λένινγκραντ — (Leningrad). Παλαιότερη ονομασία της ρωσικής πόλης Αγία Πετρούπολη, η οποία μετονομάστηκε προς τιμήν του Λένιν (βλ. λ.) μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Η ονομασία διατηρήθηκε έως την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1991). Βλ. λ. Αγία Πετρούπολη …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου, Άρης — (Λένινγκραντ 1922 – Παρίσι 1978). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή Αριστοτέλη Βασιλειάδη. Γεννήθηκε στη σημερινή Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας από Έλληνα πατέρα και Ρωσίδα, εσθονικής καταγωγής μητέρα. Το 1928 ήρθε με τους… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Κοζίντσεφ, Γκριγκόρι Μιχαήλοβιτς — (Grigorij Mikhailovich Kozintsev, Κίεβο 1905 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1973). Ρώσος σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σε πολύ νεαρή ηλικία ίδρυσε στο Λένινγκραντ, μαζί με τον Λεονίντ Τράουμπεργκ, μια πρωτοποριακή… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρέινμπεργκ, Σαμουήλ Αρόνοβιτς — (1897 – 1966). Σοβιετικός ακτινολόγος. Καθηγητής και διδάκτορας των ιατρικών επιστημών. Αποφοίτησε από το Ιατρικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ (1921). Υπήρξε οργανωτής της πρώτης στον κόσμο έδρας παιδικής ακτινολογίας, στο Παιδιατρικό Ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμοου, Τζορτζ — (George Gamow, Οδησσός 1904 – Μπάουλντερ, Κολοράντο 1968). Αμερικανός φυσικός, ουκρανικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ), απ’ όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1928, και συνέχισε τις σπουδές… …   Dictionary of Greek

  • Καντόροβιτς, Λεονίντ Βιταλίεβιτς — (Leonid Vitaliyevich Kantorovich, Αγία Πετρούπολη 1912 – 1986). Ρώσος μαθηματικός. Σε ηλικία μόλις 14 ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, από το οποίο αποφοίτησε το 1930. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Κίροφ, Σεργκέι Μιρόνοβιτς — (Sergei Mironovich Kirov, Ουρζούμ 1886 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1934). Σοβιετικός πολιτικός. Από το 1904 ήταν μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΣΔΕΚΡ), του οποίου η πτέρυγα των μπολσεβίκων (= πλειοψηφούντων) …   Dictionary of Greek

  • Ορέσνικοφ, Βίκτορ Μιχαήλοβιτς — Σοβιετικός ζωγράφος. Γεννήθηκε το 1904. Σπούδασε στο Ανώτατο Καλλιτεχνικό και Τεχνικό Ινστιτούτο στο Λένινγκραντ και την περίοδο 1933 36 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές κοντά στον I. Μπρόντσκι στην Ακαδημία Τεχνών. Διετέλεσε καθηγητής (από το 1930)… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»